ευδιαχωρητος

ευδιαχωρητος
    εὐδιαχώρητος
    εὐ-διαχώρητος
    2
    легко перевариваемый, удобоваримый
    

(ἄρτος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευδιαχωρητος" в других словарях:

  • ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαχώρητος — easy to digest and pass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαχώρητον — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc/fem acc sg εὐδιαχώρητος easy to digest and pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαχωρητότερος — εὐδιαχώρητος easy to digest and pass masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευέκκριτος — εὐέκκριτος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εκκρίνεται εύκολα από το σώμα, ο ευδιαχώρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ κριτος (< εκ κρίνω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»